- ἁλιευτικόν
- ἁλιευτικόςofmasc acc sgἁλιευτικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BOLETAR Halieuticum — argenteum librarum XX. apud Trebellium Pollionem in Claudio, c. 17. quid sit, anxios habuit non paucos Eruditorum, cum quaedam exemplatia verba haec plane omittant, alia modo Voleta, modo Voletar, Praeferant. Sed Boletar omnino scribendum esse,… … Hofmann J. Lexicon universale
NUMENIUS — Apameensis Syrus, Pythagoricus, et Platonicus, ἀνὴρ ἐπιφανὴς, iuxta Euseb. Praepar. Euang. l. 11. Cronii, celebris illius Platonici familiaris, iuxta Porphyrium, l. de antro Nymph. in Odyss. Libros eius περὶ τῆς τῶ Ἀκαδημαϊκῶν πρὸς Πλάτωνα… … Hofmann J. Lexicon universale
αλιευτικός — ή, ό (Α ἁλιευτικός, ή, όν) [ἁλιεύω] 1. ο σχετικός με το ψάρεμα ή ο κατάλληλος γι’ αυτό, ο ψαράδικος 2. το θηλ. ως ουσ. η αλιευτική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού ψαρέματος, η ψαρική νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αλιευτικό μηχανοκίνητο συνήθως πλοιάριο… … Dictionary of Greek
λέπαστρον — λέπαστρον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκεῡός τι ἁλιευτικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπάς + επίθημα τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. δέπαστρον)] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek